- ζητεύω
- ζήτεψα, ζητιανεύω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζητεύω — pres subj act 1st sg ζητεύω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητεύω — (Α ζητεύω, δωρ. τ. ζατεύω) ζητώ κάτι ως ελεημοσύνη, ζητιανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος σπάνιος τ. τού ζητώ] … Dictionary of Greek
ζητεύει — ζητεύω pres ind mp 2nd sg ζητεύω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητεύειν — ζητεύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητεύων — ζητεύω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητεύῃς — ζητεύω pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζατεύει — ζατεύω pres ind mp 2nd sg ζατεύω pres ind act 3rd sg ζᾱτεύει , ζητεύω pres ind mp 2nd sg (doric) ζᾱτεύει , ζητεύω pres ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζατεύω — (Α) (δωρ. τ.), βλ. ζητεύω … Dictionary of Greek
ζητεία — και ζήτεια και ζήτα, η επαιτεία, ζητιανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζητεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1659 στα Έγγραφα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek